- διαμφισβήτηση
- [-ις (-εως)] η1) сомнительность (чего-л.); сомнение (в чём-л.); 2) оспаривание
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
διαμφισβήτηση — η (AM διαμφισβήτησις, εως) [διαμφισβητώ] 1. διαφιλονίκηση, άρνηση με αμφισβήτηση 2. εριστική συζήτηση, φραστικός διαπληκτισμός … Dictionary of Greek
διαφιλονίκηση — η διαμφισβήτηση, φιλονικία, διεκδίκηση … Dictionary of Greek
Καμπανέλα, Τομάζο — (Tommaso Campanella, Στίλο, Ρέτζιο ντι Καλάμπρια 1568 – Παρίσι 1639). Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Ιταλού φιλοσόφου Τζοβάνι Ντομένικο Καμπανέλα (Giovanni Domenico Campanella). Σε ηλικία δεκατεσσάρων ετών κατατάχθηκε στο τάγμα των δομινικανών μοναχών … Dictionary of Greek